Ένας μονόλογος με τις αισθήσεις μας
Απ' των ματιών μας τους δρόμους προς την ψυχή μας
θα μείνουνε σκιές τα θάματα των έργων τ' ανθρώπου
που όπως σπεύδει πλεονέκτης και απρόβλεπτος
θα διώξει σιγά σιγά την μαγεία της φύσης απ' την ευτυχία του.
Απ' των ποδιών και των χεριών μας τις πράξεις
θα μείνουν οι δυνάμεις οι ξένες των μηχανών
που όπως κουβαλάνε το σώμα μας και παρασύρουν την ψυχή μας
θα μεταφέρουν τις μνήμες μαζί με τις πατρίδες
Απ' του νου μας τα θαύματα θ' αξιωθούν οι αριθμοί
με τις ακριβείς μετρήσεις και τα εφευρήματα
που όπως φτιάχνουν τέρατα και μονώνουν την σκέψη
θα σβήσουν απ' την φαντασία μας κάθε όνειρο.
Απ' της αγάπης τα θάματα θα μείνει ο πόθος
μετρητής της αξίας και της έλξης των φύλων
που όπως γυμνώνονται μεσ' στα μάτια μας όλα
θα γειμνωθεί σιγά σιγά και η μαγεία του έρωτα.
Όσο για την καρδιά μας
όπως κι αν πάμε, όπου κι αν πάμε,
είναι που είναι μοναχή και κρυμμένη βαθιά μας
ας μείνει εκεί να χτυπάει κρυφά και γενναία
να μη μας ρωτάει, να μη τη ρωτάμε.
Τα πουλιά των λιμνών
Είδες τα πουλιά εκείνα τα μεγάλα των λιμνών
όταν σηκώνονται από την επιφάνεια του νερού;
Είδες πως γατζώνουνε τρέχοντας; και πως φτεροδέρνουν
ώσπου φτεροζυγιάσουν και συνεχώς χτυπώντας
τις πλατιές φτερούγες τους να υψώνονται;
κι ύστερα όλο πιο ψηλά και πιο μακριά να ταξιδεύουν;
Σκέφτηκες, αν ενδώσουν κάποια στιγμή
την κατρακύλα που τα περιμένει εκεί κάτω
στην μέση των ερήμων και των γκρεμνών; ή των πάγων;
μέσα στα ρίγη της σκληρής τους τώρα αδυναμίας;
μες τη σιωπή μιας ολομόναχης φωνής τους
μιας ολομόναχης ματιάς που σβήνει στο χάος;
Κράτα, λοιπόν, ψυχή μου, κράτα όσο μπορείς
εκεί ψηλά όσο πετάς ν' αφήσεις τη ζωή σου
και πούπουλο το σώμα σου, εκεί ψηλά, χωρίς αισθήσεις.
Θλιμμένη η θάλασσα!
Αύγουστος 1994 προς το νοσοκομείο
στην Αθήνα μέσα στο πλοίο.
Θλιμμέν' η θάλασσα, θαρρείς,
χλωμές οι αγκαλιές της γης
τρέμουν της ακρογιαλιάς τα χείλη.
Κατέβη ο ήλιος τ' ουρανού
και μεσ' στο λάδι του γιαλού
γένηκ' απέραντο καντήλι.
Στάθηκε η βάρκα και κοιτά
τα δυο κουπιά της απλωτά
φαντάσματα λες που σαλεύουν
μέσα στους ίσκιους, μεσ' στα νερά
όπου χάθηκαν τα όνειρα
και τα γυρεύουν.
Καημοί διαβήκανε καημούς
καιροί διαβήκανε καιρούς
τώρα η ζωή διαβαίνει.
Χάιντε, βαρκούλα μ' ακριβή,
απόψε μέλι το κουπί
σε θάλασσα θλιμμένη.