Τα κούμαρα που πουλιούνται σε πακετάκια των υπεραγορών δεν είναι αυτά που, για να φτάσεις, πέρασες το μισό βουνό και πάτησες βάτα, μόλις τα είδες να κρέμονται κατακόκκινα. Αυτά που έχουν γίνει εκδρομή, έχουν γίνει ζωή και ποίηση στο αίμα σου. Τα χόρτα της αγοράς δεν έχουν καμιά σχέση μ’ εκείνα που συνηθισμένος από παιδί με μαχαιράκι πήγενες να κόψεις απ’ το χώμα, αφού τόσον καιρό νοστάλγησες τις ημέρες της βροχής και του ήλιου, για να ζωηρέψουν. Δεν είναι χόρτα αυτά που δεν χόρτασαν την <<ψυχή σου δρώσα>>....
Η λογοτεχνία: Το μυστήριο κοντολογίς μιας σειράς λέξεων, όταν, δεμένες η μια με την άλλη, γίνονται κόσμημα ομορφιάς, μιλούν με την ψυχή μας, της δίνουν γνώση και δύναμη, την ενώνουν βαθύτατα με τον κόσμο, δεσμεύουν και σταματούν τα φαινόμενα της ζωής μέσα στον λόγο του ανθρώπου....
Να δεί δηλαδή ο άνθρωπος πόσο είναι παιχνίδι της μοίρας του. Και Μοίρα στην ελληνική τραγωδία είναι αυτό που λέει η ίδια η λέξη˙ <<κομμάτι>> (<<Κόραξ εκτράτει μοίραν τυρού...>>, λέει ο Αίσωπος). Το μερίδιο του μας τυχένει σαν ζωή δική μας. Το μερίδιο έξαφνα ζωής μιας γυναίκας είναι που γεννήθηκε γυναίκα, ενός μαύρου να γεννηθεί μαύρος... και στην ίδια συνέχεια το μερίδιο του ανθρώπου να γεννηθεί άνθρωπος που είναι αδύνατος, που αρρωστένει, που θυμώνει, που είναι ον εγωιστικό, φιλότιμο, φανατιζόμενο, με κόκκαλα που κάποτε πέφτει από γκρεμό και σπάνε κλπ. Μ' ένα λόγο σαν την μοίρα του γυαλιού νάναι εύθραυστο. Ο ποιητής στην τραγωδία θα το αφήσει αυτό το ον που λέγεται άνθρωπος με νου και γνώση να εκδηλωθεί σε όλες του τις αδυναμίες και στα τυχαία γεγονότα που δεν θα τάχε, αν δεν ήταν άνθρωπος με τις αδυναμίες ενός θνητού όντος (αν ήταν δηλαδή από καουτσούκ και χωρίς εγωισμό) κι ύστερα με την ποιητική του τέχνη θα τον φθάσει στην κάθαρση, για να διδαχθούμε όλοι όσοι τα παρακολουθήσαμε και να μάθουμε να συχωράμε, γιατί τα ίδια κι ίσως χειρότερα θα παθέναμε και μεις, μια και είμαστε με τα ίδια υλικά φτιαγμένοι. Αυτή είναι η <<μοίρα>> στην αρχαία ελληνική τραγωδία.
Ξέρουμε καλά ότι μέσα στο σύνολο των ανθρώπων δεν είναι όλοι το ίδιο έτοιμοι για το ίδιο πράγμα. Ξέρουμε όμως και το ότι από το σύνολο των ανθρώπων ενός λαού γράφεται η ιστορία του λαού τούτου. Από το άλλο μέρος, ξέρουμε πως όλα χάνουνται, σαν νάταν μάταια όλα, σαν νάταν περιττά πράγματα, περιττές πράξεις, περιττοί ενθουσιασμοί, φρούδα όνειρα, αφού και ο πλούτος και η δόξα και η θέληση και η πίστη στη ζωή φθάνουν σιγά σιγά και μένουν στην άκρη και χάνονται. Όμως, δεν τελειώνει ποτέ ο δρόμος, που δεν ξέρουμε πότε τελειώνει! Και μια και ήρθαμε στον κόσμο κι είν’ απάνω μας νικήτρα πάντων η φύση με τ’ ανυπόταχτα ένστικτά της, που κατευθύνουν την μοίρα όλων των εμψύχων, ας κυτάξουμε, σαν άνθρωποι προικισμένοι με τον λόγο, να βρούμε την ομορφιά στην σχέση μας με την ζωή, που μας σώζει....