1) Ευχαριστώ τους ανθρώπους

Νεαρό βραδινό ζευγάρι,
αποψινή στερνή με τον στερνό τον ήλιο συνάντησή μου.
Ακούω τα βήματά σας, τα γλυκά σας λόγια του έρωτα,
την ώρα τούτη που οι σκιές σας ζωντανές κι ορθές
- πιο ορθές και πιο ζωντανές από σας τους ίδιους -
έρχονται τοίχο – τοίχο προς εμένα
και διαβαίνουν απ' το πρόσωπό μου.

Μπήκαν ως τις γούβες των ματιών μου
κι όπως κάμνουν όλες οι σκιές, θλαστήκαν.
Κρούσανε την θύρα και περάσαν βαθιά μου.
Αποκεί μέσα φώναξε η καρδιά <<καληνύχτα>>
μ' εκείνο τον ήχο που δεν ακούνε τ' αυτιά κανενός,
μόνο που τον δέχονται κατευθείαν σαν αίσθηση
όλα τα πράγματα.

Δεν ξέρω αν προσέξατε τα διπλωμένα γόνατά μου.
Δεν ξέρω αν είπε από μοναχή της κι η καρδιά σας
<<ο δόλιος ο γέροντας κουράστηκε>>
ωστόσο εγώ έμεινα μόνος.
Κι όταν εφύγαν οι σκιές,
σαν τους χαμένους οδοιπόρους και τους αιχμαλώτους,
άπλωσα κάτω στο χώμα, - παρόμοια με το παιδί που παίζει -
τη ζωή μου και την μετρούσα.

Πόσο πάνε, λογάριαζα, με ρυθμό αλιώτικο
τα πρώτα βήματα και τα στερνά μας!
Όπως ένας δρόμος του ήλιου.
Ανεβαίνει. Περνάει τον θόλο τουρανού, κατεβαίνει.
Τρεχάτα παν στον μικρό παιδί το κορμί κι ο λόγος.
Γοργά στιβάζονται τα ονόματα των πραγμάτων στη γλώσσα του.
Γοργότερα στεριώνουν στα τρυφερά του πόδια τα βήματα.
Το παιδί στα δυο του χρόνια, στα τέσσερα και τα οχτώ του,
έχει την δύναμη διπλή απ' αυτήν του ενός, των δυο, των τεσσάρων.
Από κοντά παίζουν γύρω του και λάμπουν
η ευτυχία χέρι – χέρι με το χτυποκάρδι.

Τρεχάτα και στον γέρο αλλάζουν όλα.
Γοργά σκληραίνει το κορμί κι η γνώση. Ενώ η πίστη
παλεύει τώρα και θαλασσοδέρνεται
νάβρει ένα στήριγμα κάπου και να πιαστεί
μέσα στο πέρασμα της ιστορίας της ζωής του ανθρώπου.

Νεαρό βραδινό ζευγάρι
ακούω βαθιά μου τα βήματά σας και τα λόγια του έρωτα
κι ο λογισμός μου πάει με τους ανθρώπους.
Γραμμή μ' αυτούς που φυτρώνουν πλάι μας
κι εκείνους που απομένουν πίσω λησμονημένοι.
Μαζί μ' όλους αυτούς έρχεται κι απόψε η νύχτα.
Γεμάτη από φώτα και ήχους.
Ευχαριστώ τα φώτα και τους ήχους.
Ευχαριστώ τους ανθρώπους. Την πλημμύρα τούτη, που
κοντά της δικαιώνεται κι η δική μου ζωή.


2) Ευαγόρας Παλληκαρίδης

(παιδί της Ε Γυμνασίου που κρεμάστηκε στην Κύπρο)

Εψές πουρνό, μεσάνυχτα, στης φυλακής την μάντρα
πα στης κρεμάλας τη θηλειά σπαρτάραγε ό Βαγόρας
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τάκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ό κύρης του δεμένος
η νια που τον ορμήνεβε δεν είδε νυχτοπούλι
κι οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν...

Εψές πουρνό, μεσάνυχτα, θάψαν τον Ευαγόρα...

Σήμερα, Σάββατο ταχιά, όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο.
Ψηλώνει ό χτίστης εκκλησία, πανίν απλώνει ο ναύτης
και στο σκολειόν ό μαθητής συλλογισμένος πάει.

Χτυπά κουδούνι μπαίνουνε αράδα η κάθε τάξη
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη η τάξη του Ευαγόρα.
Παρόντες όλοι; - Κύριε ό Ευαγόρας λείπει...
Παρόντες! λέει ό δάσκαλος και με φωνή πού τρέμει.
Σήκω Ευαγόρα να μας πεις Ελληνική Ιστορία.

Ο δίπλα, ο πίσω κι ό μπροστά βουβοί και δακρυσμένοι
αναρωτιούνται στην αρχή ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ' αναφιλητό, ετούτοι κι όλη η τάξη.

Παλληκαρίδη, άριστα, Ευαγόρα πάντα πρώτος!
Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι
και του σκολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία!

Τάπε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμένα νιάτα
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία
έξω από κείνο τ' αδειανό, παντοτινά γεμάτο!

Τόγραψα μέσα στην τάξη ενώ οι μαθητές έγραφαν
έκθεση με θέμα “Ευαγόρας Παλληκαρίδης” την επομένη
της εκτέλεσής του.

3)

Γιαλό γιαλόν Ανατολή στην άκρη του Αιγαίου

Αράδα δώδεκα νησιά λαμπρά μαργαριτάρια

Ηλιοφεγγίζουν στό λαιμό τής μάνας τους στολίδι

Κι απλώνουν μεσ’ στη θάλασσα δαντέλες τ’ ακρογιάλια.

ΗΤΑΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΙ

ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΑΔΑ!