Ο Άνθρωπος
Είδα τον άνθρωπο σάν τόν πιό επικίνδυνο κάτοικο τής γής. Αυτόν πού θά την καταλύσει καί θά τήν διαβρώσει σάν τήν μύγα τό ροδάκινο.
Είδα τή δόξα σάν καθαρή επινόηση του ανθρώπου εξυπηρετούσα φανατισμούς εθνών ομάδων καί ιδεολογιών. Νά ξεχωρίζει αγώνες γιά ελάχιστους πρώτους καί αμέτρητους τελευταίους. Κι αυτό ίσον = πόλεμος.
Είδα τήν Τέχνη νά κάνει τό ίδιο μέ τόν Πλούτο ή νά γίνεται δούλα του, είδα τή νίκη καύχημα κι αλαζονία, απάνθρωπη συμπεριφορά και υμνογραφία.
Είδα τ’ αγάλματα, εμπνευσμένων καλλιτεχνών δόξα, κατακτητών καύχημα. Είδα τούς καταχτητές, μεταλαμπαδευτές πολιτισμών πού σκορπάνε τη γλώσσα τους χαρά δική τους καί καμάρι. Είδα τόν αγώνα τής δημοκρατίας καί τής δικαιοσύνης φωνή φανατισμού καί μίσους.
Ό,τι νομίζουμε είναι το νόμισμά μας. Και δίνουμε εκατομμύρια γιά τή φήμη μας.
Ό,τι δoκούμε είναι η δόξα μας. Και ειδωλολατρεύουμε παρανοϊκούς.
Με τα πουλιά
  Το σχολείο μ' αλυσόδενε. Μ' αν δεν είχα μάθημα κι ήταν γιορτή και κυριακή, κι ήταν καλοκαίρι κι άνοιξη, ποιος μ' έχανε ποιος μ' έβρισκε, σύναυγα κιόλας στην απάτητη κορφή θάβλεπε τον ίσκιο μου!
   Αυτό, δεν ξέρω, πως το ανακάλυψαν, πως το είδανε τόσο έτσι, ο πατέρας κι η μάνα μου, και δεν μ' εμποδίζανε από το να φεύγω το πρωΐ και να γυρνώ το βράδι, νύχτα καμμιά φορά, ένα άγουρο παιδάκι ξυπόλιτο και στεγνοθρεμμένο.
   Αλήθια πώς τους δημιουργήθηκε τέτια η στάση απέναντι σ' αυτή μου την τρέλα;
   Εμένα η μνήμη μου δε φτάνει ως τα χρόνια εκείνα τα μικρά – μικρά μου, που πιθανόν, καμμιά αρρώστια αποκλείουσα κάθε άλλον τρόπο θεραπείας, τους είχε αναγκάσει να το πάρουν απόφαση και να πουν: << Ας το φέρνει η Παναγιά καλά κάθε βράδι κι ας τραβά όπου τραβά η καρδούλα του!>> όπως έλεε η μάνα μου.
   Δε φαινόταν απ' τον τρόπο και τις συμβουλές τους νάχε προηγηθεί κάτι τέτιο. Άλλωστε εγώ ήμουν πολύ διακριτικό και πολύ ευαίσθητο παιδάκι, και θάπρεπε, αν δεν μπορούσα να νικήσω αυτή τη λαχτάρα μου για τα βουνά και τα ρουμάνια, να θυμούμαι τουλάχιστο κάτι από δυσκολίες τους στο να μου επιβληθούν, αν δεν μπορούσαν να μεταχειριστούν φοβέρα ή ξύλο λόγου χάρη. Υπήρχαν τόσα κακά για ένα παιδί που γυρνάει ξιπόλιτο μέσα στο βουνό!
   Θαρρείς και το πιστεύανε στ' αλήθια ότι μου χρειαζότανε απαραίτητα αυτή η τροφή της ψυχής που θα κρατούσε καθαρό τον ορίζοντα του πνεύματος μου και θα μ' έδινε στους ανθρώπους άβλαφτο και ριζιμιό, σα δέντρο, κάπως έτσι.
   Κι αυτό, που με δυνάμωνε τότε ηθικά, και με γοητεύει τώρα όταν το θυμάμαι, είναι το ότι ζούσαν μαζί μου την ευτυχία μου εκείνην του κάμπου, και την χαίρουνταν, μαζί μου.
   Το κατάλαβα πέρα – πέρα, ότι αυτό πρέπει νάταν το θεμέλιο της σκέψης τους, πολύ αργότερα, όταν βρέθηκα εξορισμένος στα ξένα τα δίξενα, όπως έλεγε η μάνα μου τραγουδιστά σ' ένα της γράμμα <<κουβεντιαστό>>. Υπαγορεμένο δηλαδή από κείνη και γραμμένο από άλλον όπως το κουβέντιαζε, γιατί η μάνα μου δεν ήξερε γράμματα.
   Έτσι πιστοποιούνταν η γνησιότητα. Να πως άρχιζε:
   <<Καυχιούμαι το πούχω γυιό που μιλά με τα πουλιά
   Και παραπονιούμαι το που δε μιλώ μαζί του...
   Σ' όποιο κλαράκι σταθώ γυιέ μου,
   όποιο πουλί ακούσω μες στον κάμπο,
   σε σένα γυρνά ο νους κι ολογισμός μου......
   Κι είχε δίκαιο. Μιλούσα με τα πουλιά. Ήμουν παιδί της ερημιάς και καταλάβενα τα μούρμουρα των ρυακιών, τα σούσουρα των δέντρων και των πουλιών τις συνομιλίες, σαν που μιλάνε τα παιχνιδίσματα των χρωμάτων στα μάτια κι η δροσιά του νερού στων χεριών τις παλάμες.
   Συνενογιόμουνα με τη ψυχή του δάσους από ένα ξάφνιασμα κι έναν ίσκιο, κι έβγαζα σωστή γνώση δική μου το τι σύντυχε στον κότσυφα να πανικοβληθεί και να χαθεί στης αγρολιάς τη φούντα ή στου σκίνου τις ποδιές βαθιά στο λόγγο.
Ο Πλάτανος
τρία πλάτανα τα τρία αράδα αράδα
κι ένα πλάτανο βαθύν ίσκιον απόχει
(κλέφτικο)
   Όπως κάποτε, που, κάποια καλοκαιρινή αυγή στο βουνό με το άνοιγμα της πόρτας, ψυχαρπάχτηκα από το διάπλατο πέταγμα ενός πληγωμένου αετού, ξενύχτη ως φαίνεται στη στέγη της καλυβούλας μου, έτσι στ' ανύποπτα και μ' ένα πρωτοπάρθενο θάλεγα όραμα είδα τον πλάτανο, μόλισ μπήκα σήμερα με το πρωϊνό ξεκίνημα, στη ρεματιά...
   Μου φάνταξε φυσιογνωμία ριζιμιά του τόπου μου και που, αν χανόταν θα ορφάνευε η γη της Νέας Ελλάδας από μια έκφρασή της γενναία και διάπλατη όχι διαφορετικά από τον αετό τον πληγωμένο, πούβλεπα τότε να παλέβει στον αέρα για να κρατηθεί...
   Από ανάστημα και κλάδωμα ισχυρός, με ξάπλωμα ζωηρό και γενναίο, με φύλλα παλάμες διάφανες, μ' αγκάλες απλωτές χωρίς πολλά ή και καθόλου σώκλαδα, για ν' ανασένουν χορτάτον αέρα τα σωθικά του, μεγαλόπνοος, μεγαλόκορμος ο πλάτανος και αλαφροΐσκιωτος, στέκει απάνω στις κεφαλόβρυσες, αραδιάζεται στα χοχλακόσπαρτα ποτάμια, αγκαλιάζει τα εξοχικά καφενεδάκια, στολίζεται και στολίζει τα ωραιότερα σχεδιάσματα των τόπων, και κλείνει στον ίσκιο του τις μυστικότερες φωνές της ψυχής του λαού από του οποίου τη γλώσσα είμαι βέβαιος πως πήρε και τόνομά του...
   Γιατί τόνομα <<πλάτανος>>, που φωνάζεται απ' τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, είναι αλήθια ασυζήτητη πως πλάσθηκε έτσι, εδώ πρώτα.
   Στην Ελλάδα η λέξη πήρε τις ιδιαίτερες μορφές <<πλάτος>>, <<πλάτωμα>>, <<πλαταμών>> και <<πλάτανος>>. Πλαταμώνες λέγονται οι παραλίες οι πλατιές και μεγάλες, οι πλατιοί ύφαλοι, οι μεγάλοι κάμποι.
   Και δεν ήταν αναπάντεχο για ένα λαό με τέτια πρίκα τόπου και ποιητικής διάθεσης, πούπλασε νύμφες και μούσες, να μη φωνάξει και κάποια στιγμή τον γίγαντα τούτον <<πλάτανο>> και να τον τραγουδήσει.
   Κι ούτε αποκλείεται, ο τρανός εκείνος φιλόσοφος να εμπνεύσθηκε τόνομά του από το θέαμα του δέντρου πλούτου, όταν συλλάμβανε εκείνες τις ΙΔΕΕΣ του, που τον προόριζαν για την αθανασία.
   Θα κινδύνευα άραγε να θεωρηθώ μυστικοπαθής ή το λιγότερο συμβολιστής αν έλεγα πως η ίδια η γεωγραφική εικόνα της Ελλάδας, έτσι όπως ο κορμός της ρίχνεται στη θάλασσα με την Πελοπόννησο πλατανόφυλλο ανοιχτό, τις στεριές και τα νησιά φύλλα σκόρπια, αν έλεα πως τούτο το θέαμα μιλάει ίδιο πλατάνι πλεγμένο ανάμεσα στα γαλάζια νερά του Αιγαίου;
   Πάνω – κάτω δηλαδή όπως εκεί μακριά στη Βραζιλία όπου το χρώμα του τόπου προσδιορίζεται θαρρείς από το χρώμα του καφέ και του κακάου και του μελαψού των ανθρώπων!
   Αλλά τι τα θέλουμε και τανασκαλεύουμε!
   Νάτος εκεί, αποδώ ακούεται το θρόϊσμα, κι η απλωσιά του το λέει φωναχτά πως είναι τούτος εδώ πέρα ο αφέντης, κι' άλλος κανένας!
   Όλα γύρω τάλλα πράσινα, λες έχουν στημένα μάτια και αφτιά στις προσταγές του. Οι δάφνες, οι μυρτιές, οι κουμαριές, τα σκίνα, τα καλάμια, οι αγράμπελες, τα βάτα, τα πέρα απ' το ρέμα και τ' αποδώ, κι όλα αντανακλούν το μεγαλείο του, όλα αχτινοβολούν μαζί του.
   Μόνο καπετανέοι θα νιώθαν έτσι απλόχερα κι απλόκαρδα καθισμένοι σε βράχο κι απολαβένοντας με τόσο καμάρι ένα γύρο τα παληκάρια τους. Κοντά στο νου και τούτο: που ο πλάτανος έγινε ένα με την κλεφτουριά.
   Έδωσε τον ίσκιο και το νερό της κελαηδούσας πηγής, πούναι στη ρίζα του, στον κλέφτη, κι από κείνον πήρε σ' αντάλλαγμα τη δόξα αλλά και τον καημό του.
   Πάντως, αν θέλαμε να δώσουμε χαρακτηρισμό κοινωνικής ή πολιτικής συμπεριφοράς στα δέντρα όπως κάναμε και στα ζώα, δύσκολα θα βρισκόταν κριτικός να μας κατηγορήσει ότι αστοχήσαμε απόλυτα αν κατατάσσαμε τον πλάτανο στα δέντρα με τάση για αυτοπροβολή και αριστοκρατικότητα. Μοιάζει να αισθάνεται σαν απόστολος δενδρικός και κυρίαρχος του χώρου μέσα στον οποίο απλώνεται άνετα. Ζητάει νάναι δικός του ο ίσκιος του χωρίς χαμοκλαδένια ισκιώματα, θέλει αέρα δικό του στις κορφές, νερό στη ρίζα, αηδόνια γύρω κι αποσταμένους κάτωθέ του.
   Αλήθια σου κάνει κακό να τον βλέπεις στριμωγμένο ανάμεσα στα σκίνα και τα βάτα. Θλιβερό το θέαμα! Όπως θάλεγε ο Βιργίλιος. Μοιάζει περίγελο των θάμνων, θράκας δούλος τετράπηχος για πούλημα!
   Από την άλλη πάλι λένε πως τα πεύκα και τα κυπαρίσσια μαζί με τους θάμνους, τον έχουν κατηγορήσει βαριά. Τον είπαν ανίκανο να συνεγασθεί και να συντονισθεί για ένα σκοπό συλλογικό ή έστω για μια δασική προσφορά, μια χορωδία λόγου χάρη, μια συγχορδία ίσκιου, δροσιάς και θροΐσματος! Τον είπαν γι αυτό αντικοινωνικό, αποστάτη, ατομιστή, αυταρχικό, φθοροποιό δασικό στοιχείο μ' ένα λόγο, και κακό αφέντη!
   Μ' ένα σωρό τέτια στολίδια τον στόλισαν. Αλλά το πιο βαρύ απ' όλα είναι άλλο. Ενώ, λένε, κάμνει κατοχή των ωραιότερων τοπίων, και δίνει καταφύγιο χωρίς διάκριση σε ληστές και κλέφτες, και κάπου – κάπου απλώνει τα βραχιόνια του αδίσταχτα για κρεμάλες ηρώων, έχει από πάνω την απαίτηση – και το χει πετύχει – να τον λατρεύουν όλοι σαν εθνικό είδωλο!
   Γι' αυτό λένε χαίρουνται << ταγνά τα γνήσια, δέντρα του δάσους πρωτοστατούντος του πεύκου, όταν τον δουν, φυτεμένο από τα χέρια του ανθρώπου στα πεζοδρόμια των μεγαλουπόλεων σε μια γούβα χώμα, να κλαδεύεται κάθε χρόνο και να γίνεται κούρβουλο ροζιασμένο σαν δάχτυλο γέρου διαστρεβλωμένο από αρθριτικά>>.
   Και κρυφογελάνε κάθε φορά που μέσα στη σιγαλιά της νύχτας ακούνε εκείνον τον κρότο τον φρικαλέο για όσα ζωντανά κοιμούνται κάτωθέ του εκείνη τη στιγμή. Κάποιος κλώνος του βαρύς κι απλωτός έχει ραγεί απ' τη μασχάλη, έτριξε κι έπεσε στη γη <<κράαακ>>, μέγας μεγαλωστί, όπως θάλεγε ο Όμηρος.
   Αυτή άλλωστε είναι η καθαρά προσωπική ιστορία των αιωνόβιων δένδρινων γιγάντων κι ιδιαίτερα αυτωνών που απλώνουν πολύ. Ο Πλάτανος είναι ένας απ' αυτούς. Ζει πολλά χρόνια. Μπορεί απ' την αρπαγή της Ελένης της ωραίας των Τρωϊκών, ως το θάνατο του Ναπολέοντα στο νησί της άλλης Ελένης, της Αγίας.
   Μια ζωή μακριά και με βαθιές μεταβολές αμετάκλητες. Δε λέω, σ' όλα τα θνητά, δέντρα, και ζωντανά και έθνη ακόμα, γίνεται τούτη η μεταβολή που φτάνει άνθρωπος με άνθρωπο να μη μοιάζει. Όταν όμως φεύγει γρήγορα η ζωή, κάπως τέλος πάντων θεραπεύει την ιστορία της, και γίνεται, όλα τα υστερινά οι άλλες γενιές να τα ξεχνάνε. Και βλέπεις πρωτινά στραβά να υμνούνται θέλοντας και μη για ίσια.
   Του Πλάτανου όμως η ιστορία γύρω απ' αυτό το φαινόμενο, σε σχέση με την εθνική ιστορία, είναι πολύ διαφορετική, αφού ζει πολλά χρόνια, τόσα που καταντάει αθάνατος. Σαν να βλέπαμε τον Μ. Αλέξανδρο λόγου χάρη, αν ζούσε μέχρι σήμερα, να παρακολουθεί τις επιπτώσεις των πραξεών του...
   Ξεκινούν τα κλαριά του γενναία με την επιδερμίδα τους τη ζωγραφιστή και κρουστή, γίνουνται κλόνοι τετράκλονοι, πάνε ίσια, πλάγια και μπροστά, μέτρα δέκα, μέτρα είκοσι, σηκώνουν βάρος πολύ, πιο πού, ώσπου γίνεται αναπόφευκτο ν' ακουσθεί εκείνο το κράαακ! Το γνωστό.
   Έτσι κουτσουρεύεται όσο πάει και στέκει σαν τ' αγάλματα που έχουν χάσει χέρια, πόδια κεφάλι.
   Ανάμεσα εκεί στα πληγωμένα μέλη μπαίνει η βροχή ξανά και ξανά και στραγγίζει, ως την ώρα της σαπίλας. Ο κορμός εκεί ανοίγεται και κουφένει, γίνεται σηράγγι βαθύ και θόλος. Νέα τώρα βλαστάρια φυτρώνουν γύρω – γύρω στα χείλη της πληγής σαν κεράκια στου ποτηριού τον γύρο. Όμως η πληγή δεν κλείνει ποτέ, ούτε το δέντρο λέει να πεθάνει. Υπάρχει με γούβες και κουφάλες, απίθανα χοντρεμένο και κουφωμένο, αλλά με αγύριστη την απόφαση να ζήσει, να δει ως το τέλος και να γλεντήσει την αποκατάσταση του έθνους του.
   Στέκει σαν ο σοφός γέροντας της γης αυτής, ο αθάνατος ρωμιός, που συμβαίνει να μην το μπορεί να τα καταφέρει να δράσει συλλογικά κι εποικοδομητικά μαζί με τους όμοιούς του, όμως από ΠΑΡΕΑ και ΦΙΛΟΤΙΜΟ και ΚΑΡΔΙΑ είναι πλατύς, πολύ πλατύς, και δίνει θησαυρό ανεξάντλητο τον ίσκιο του για τον οδοιπόρο της ιστορίας του τόπου ετούτου...