Χαίρε Κόσμε απρόβλεπτε
Και νάτην
μ' έφερε η ζωή ως εκεί που δεν έπρεπε ν' αντέξω!
Για να βλέπω να χάνουνται
όσα θρέψαν τα νεύρα μου, όσα δώσαν μορφή στην ψυχή μου
Μια μια οι έξοχές που με παίρναν τα πόδια μου
μια μια οι πηγές που κελαρίζανε τα όνειρα
μια μια οι φωνές που καλούσαν τ' όνομά μου.
Τώρα ο θόρυβος του πλούτου, η πλημμύρα της αχορταγιάς
η πυρκαγιά της γνώσης και των οργάνων της, είν' αυτά
που φέρνουν και παίρνουν τα δειλινά μου.
Ο κόσμος μου αρχινά να στενεύει στην αδυναμία των ματιών μου
τέσσερα μέτρα ο γύρος τους
ένα κρεβάτι κι ένα τραπέζι.
Η γλώσσα έπαψε να διψάει κρασί
τα χείλη μου δεν έχουν ανάγκη από λέξεις
έξω απ' το Αχ! Την πιο μακρινή
απ' τις πιο βαθιές λέξεις της γλώσσας του ανθρώπου.
Όμως πάλι κοιμόμουνα ήσυχος, αφού δεν μένει, έλεγα,
παρά λίγος ακόμα χρόνος για τον κόσμο αυτόν που κάποτε ήρθα
για να φύγω ένα κάποτε πάλι
και να ησυχάσω. Κι άκουσε συ αιώνια Πόρτα!
Στεκόμουν στο κατώφλι των στερνών μου οραμάτων
Σταθήκαν τα χείλη μου έτοιμα να πούν:
<<Χαίρε κόσμε!>> στον κόσμο που μέφερε και τον αφήνω
χωρίς πρόσκληση, χωρίς καλωσόρισμα
χωρίς << καλή αντάμωση>>, χωρίς << καλό ταξείδι>>
χωρίς << στο καλό >>.
χαίρε κόσμε ξένε κόσμε ανύπαρχτε
μ' άστρα κι ουρανό στολισμένε και μακρινέ!
Χαίρε κόσμε απρόβλεπτε!
Σ' αυτό το ωραίο ξόδι στάθηκαν τα χείλη μου
και τα είχα ανοίξει ν' αναγγείλω την αίνεσή του
με την ειλικρινή πρόθεση να πω και το
<<χαίρε κόσμε ωραίε και θαυμάσιε>>
μιας κι όξω ήταν ειρήνη σ' ουρανό και γη
μιας κι όξω είχαν κουρνιάσει τα πουλιά
είχαν κοιτάσει οι όρνιθες
κι έγινε κουλούρι το σκυλί στο υπόστεγο.
Ήμουν έτοιμος να την πω μακαρισμένη τη στιγμή
ξεχωριστή για τους αιώνες της δημιουργίας,
την τελευταία, την πιο γλυκιά από την ευλογία της ζωής μου
με τα τόσα της γυρίσματα
κι ακούγοντας τη φωνή μου, άρχισα να ψάλλω
καθώς ένιωθα να πλησιάζει η ώρα να γυρίσω πίσω στη γη
να γυρίσω πίσω στο χώμα απ' όπου γεννήθηκα.